Συνεχίζεται η δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου σήμερα 23/5 για τον θάνατο της κόρης της Τζωρτζίνας. Η εντατικολόγος του νοσοκομείου του Ρίου, Γεωργία Μάρκου ισχυρίστηκε πως το προσωπικό είχε σκεφτεί πως η μητέρα μπορούσε να έκανε κακό στην κόρη της. Ειδικότερα, η εντατικολόγος του νοσοκομείου του Ρίου είπε πως η Τζωρτζίνα ήταν ένα παιδί μετά από ανακοπή σε βαριά κατάσταση, με αρκετές ανάγκες οξυγόνου και πιέσεις, ενώ σχετικά με τη Ρούλα Πισπιρίγκου, είπε πως η εικόνα που έδειχνε δεν ταίριαζε με μια μάνα που έχει ήδη χάσει τα 2 παιδιά της, και πως το προσωπικό σκεφτόταν μήπως συνέβαινε κάτι άλλο και μήπως η μάνα μπορούσε να προκαλέσει κακό.
Επίσης είπε πως ο κ. Ηλιάδης μίλησε με γενετιστή, ο οποίος συμβούλεψε να γίνει διακοπή της 4ης κύησης της Ρούλας Πισπιρίγκου, που ήταν πάλι έγκυος.
Συγκεκριμένα δήλωσε πως «κάποιο απόγευμα και ενώ το παιδί δεν ήταν σε βαριά κατάσταση, η μητέρα του ειδοποίησε ότι δεν είναι καλά. Βρήκαν το παιδί σε συστολή. Έγινε καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση. Διασωληνώθηκε και μετά από περίπου 50 λεπτά επανήλθε και μεταφέρθηκε διασωληνωμένο σε εμάς».
Είπε πως «δεν είχε αναφερθεί κάποιο χρονικό πρόβλημα υγείας. Δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Ούτε ανατομική ανωμαλία, ούτε ανωμαλία των μεγάλων αγγείων».
Περιγράφοντας τις ενέργειες του προσωπικού ανέφερε πως «πήγαμε στο στάδιο της καταστολής, άρχισε να παρουσιάζει κάποιες αντιδράσεις, όχι φυσιολογικές κινήσεις των άκρων. Αρχικά τα μάτια της ήταν κλειστά, μετά άρχιζε να τα ανοίγει λίγο. Ενώ πρώτα έδειχνε ότι δεν κουνούσε καν τους οφθαλμούς, μετά από λίγο τους κουνούσε. Δεν έδειχνε τίποτα ότι είχε κάτι παθολογικό.
Αναμενόταν βέβαια και ο γονιδιακός έλεγχος. Η κ. Πισπιρίγκου ήταν έγκυος τότε. Έγινε και μια επικοινωνία του κ. Ηλιάδη με έναν γενετιστή σε ανοιχτή ακρόαση με τους γονείς. Έκρινε ότι έπρεπε να γίνει διακοπή της κύησης.
Ταυτόχρονα εμείς προσπαθήσαμε να συλλέξουμε πληροφορίες για το ιστορικό του παιδιού. Π.χ. πώς πέθαναν τα δύο προηγούμενα παιδιά. Δεν υπήρχε κάποιο παθολογικό εύρημα, και από το ιστορικό των θανάτων και την συμπεριφορά των γονιών που ήταν κάπως ψυχρή και αποστασιοποιημένη, ήταν κάτι που μας έκανε εντύπωση.
Η μητέρα δεν μας έδειχνε κάτι, η συμπεριφορά δεν ταίριαζε με το δράμα που ζούσε αυτή η οικογένεια. Σκεφτόμασταν μήπως συμβαίνει κάτι άλλο, μήπως η μητέρα μπορούσε να προκαλέσει κάτι κακό. Δεν μας ήρθε κάτι αυθαίρετα. Ήταν κάτι που οφείλαμε να σκεφτούμε. Δεν θέλαμε να πούμε κάτι τέτοιο για μια μητέρα που έχει χάσει τα παιδιά της, από την άλλη είχαμε δύο παιδιά που είχαν φύγει από ανακοπή και το τρίτο ήταν στο νοσοκομείο μας με ανακοπή. Πόσο τυχαίο μπορεί να ήταν αυτό; Γιατί η μητέρα ήταν παρούσα σε όλα».
Επίσης η εντατικολόγος είπε πως η Τζωρτζίνα ήταν πλέον ένα παιδί ένα παιδί με νοητική υστέρηση. Μάλιστα ρωτήθηκε από τον δικηγόρο του Μάνου Δασκαλάκη, Δημήτρη Γεωργακόπουλο, ώστε να στοιχειοθετήσει αυτό τον ισχυρισμό της.
Γεωργακόπουλος: «Πως διαπιστώθηκε η νοητική υστέρηση που έχετε αναφέρει στην κατάθεσή σας;».
Εντατικολόγος: «Δεν μπορούσε να μιλήσει, να επικοινωνήσει. Επικοινωνούσε με κραυγές η γέλιο. Δεν είχε τις νοητικές λειτουργίες ενός παιδιού στην ηλικία της. Δεν αντιλαμβανόταν να εκτελέσει εντολές. Καταλαβαίναμε ότι αντιλαμβανόταν την παρουσία των γονιών, η τα παιδικά στο τάμπλετ. Θυμάμαι ότι έκλαιγε όταν την άφηναν οι γονείς στο κρεβάτι από το καροτσάκι και αντιλαμβανόταν την αίσθηση ότι έφευγαν οι δικοί της. Νοητική επαφή με το παιδί δεν υπήρχε. Πχ της λέγαμε «Τζωρτζίνα κλείσε τα μάτια» αλλά δεν μπορούσε να το κάνει».