Σε μια εποχή που η Μεγάλη Παρασκευή ακολουθεί τον ρυθμό της σιωπής και του σεβασμού, η Πάτρα –γνωστή για την εξωστρέφεια και την καλλιτεχνική της ιδιοσυγκρασία– υπήρξε για δεκαετίες η εξαίρεση στον κανόνα. Κάθε χρόνο, στα Ψηλά Αλώνια, μια αυτοσχέδια «δίκη» με πρωταγωνιστή τον… Βαραββά, εξελισσόταν σε ένα λαϊκό υπαίθριο θέατρο γεμάτο χιούμορ, σάτιρα και –όχι σπάνια– υπερβολή.
Το έθιμο, γέννημα της παλιάς πατρινής ψυχής και των καφενείων της πλατείας, συνδύαζε αυθορμητισμό και σκωπτική διάθεση, με μια κοινωνική αποδοχή που σήμερα φαντάζει αδιανόητη. Το τέλος του, με παρέμβαση εισαγγελέα και αντιδράσεις της Εκκλησίας, σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής: εκείνης που η ανεπιτήδευτη σάτιρα μπορούσε να διαπερνά τα όρια χωρίς φόβο αλλά και –κάποτε– χωρίς κρίση.
Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, οι θαμώνες των καφενείων της πλατείας έστηναν μια αυτοσχέδια θεατρική παράσταση με χιουμοριστικό χαρακτήρα, εμπνευσμένη από κάποιο πραγματικό γεγονός που είχε προκαλέσει αίσθηση στην πόλη.
Ο «Βαραββάς» ήταν πάντα ο υποτιθέμενος δράστης — συνήθως Πατρινός γνωστός για την παραβατική του συμπεριφορά, που έπαιζε τον εαυτό του ή κάποιον άλλον. Εμφανιζόταν επίτηδες μεθυσμένος στο εδώλιο, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα (μάρτυρες, συνήγοροι, δικαστές) παίζονταν από κατοίκους της περιοχής — ακόμη και από επαγγελματίες δικηγόρους. Η «δίκη» κατέληγε πάντοτε σε καταδίκη, εν μέσω χειροκροτημάτων και γέλιων από το κοινό.
Το δρώμενο διεξαγόταν απέναντι από τον θερινό κινηματογράφο «Ζενίθ», σε μια πλατεία που εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν νεκρή το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Η τελευταία «δίκη» έγινε τη δεκαετία του ’90. Στη συνέχεια, παρενέβη η Εισαγγελία, ενώ αντιδράσεις είχε εκφράσει και η Εκκλησία, επί Μητροπολίτη Νικοδήμου.
Πέρα από την προφανή λαϊκή σάτιρα, η «δίκη του Βαραββά» ανέδειξε και πτυχές κοινωνικής ανοχής που σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένες: η χρήση πραγματικών υποθέσεων, η δημόσια διαπόμπευση, ακόμη και η μέθη του πρωταγωνιστή αντιμετωπίζονταν τότε με ανοχή.
Τριάντα χρόνια μετά, το έθιμο έχει πια περάσει στη σφαίρα της αστικής μυθολογίας. Όμως παραμένει χαρακτηριστικό δείγμα της παλιάς, απρόβλεπτης και –για πολλούς– αυθεντικής πατρινής κουλτούρας.