ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΙΟΡ. ΜΑΣΜΑΝΙΔΗ
Πρωί-πρωί στις πέντε, ως συνήθως, χτύπησε το ξυπνητήρι της Κυρά-Δέσποινας, για να σηκωθεί, να ετοιμαστεί και να πάει για δουλειά στην Πειραϊκή-Πατραϊκή. Ταυτόχρονα ξύπνησε και μένα, γιατί εκείνο το “φεγγάρι” στις πέντε και μισή, έπρεπε να είμαι στο γεφυράκι του Αϊ-Γιάννη, για να με φορτώσει ο Μάστρο-Μήτσος στην σκεπαστή με μουσαμά καρότσα του Datsun και να πάμε να δουλέψουμε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ανδραβίδας.
Ήταν Νοέμβρης και το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται τσουχτερό. Θυμάμαι ακόμα και τις φορές που τυλιγμένος με το μπουφάν του θείου μου του Σαράντη που μου πήγαινε μέχρι τα γόνατα, να αγκαλιαζόμαστε με το Γιώργο και να προσπαθούμε, μέσα σε καυσαέρια, να αντέξουμε αυτό το παγωμένο νυχτο-πρωινό δρομολόγιο πάνω στην καρότσα.
Όταν γυρίζαμε το σούρουπο στη Πάτρα εξαντλημένοι, έπρεπε λάχα-λάχα να πλυθώ, ν’ αλλάξω να φάω να μαζέψω τρία τετράδια και τρία βιβλία, να τα βάλω στο χαρτοφύλακα και να πάω στη νυχτερινή
Τεχνική Σχολή. Εκείνη την ημέρα μάλλον εκείνη τη νύχτα, το κλίμα έξω από τη Σχολή ήταν εντελώς διαφορετικό. Η ώρα είχε πάει επτά και μισή και ενώ χτυπά το κουδούνι για να ανέβουμε στις τάξεις μας κάτω στην είσοδο, Κορίνθου και Αγίου Νικολάου, μαθαίνω από συμμαθητές μου πως στο Παράρτημα του Πανεπιστημίου έχουν κάνει κατάληψη οι φοιτητές!
Δε χάθηκε χρόνος. Η απόφαση πάρθηκε επιτόπου. Δεν πάμε στο μάθημα! Και αμέσως φεύγουμε μια ομάδα δεκαπέντε μαθητών για το επόμενο σταυροδρόμι, Κορίνθου και Κολοκοτρώνη. Μόλις φτάσαμε εκεί
εντυπωσιαστήκαμε, ήταν κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί. Έτσι όπως ήταν κατεδαφισμένο το σινεμά “Αίγλη” και είχε πέσει η πλάκα του υπογείου της πολυκατοικίας που υπάρχει σήμερα, βλέπαμε τον προαύλιο χώρο του Παραρτήματος ιδιαίτερα τα πίσω μπαλκόνια. Πάνω στα μπαλκόνια – κεί ψηλά – ήταν οι φοιτητές, είχαν κρεμάσει πανό και φώναζαν συνθήματα: «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός»,«δούλα-δούλα Σπυριδούλα», «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία», και άλλα πολλά.
Ήταν η πρώτη μέρα της κατάληψης, ήταν η πρώτη μέρα της εξέγερσης των μορφωμένων παιδιών της αλυσοδεμένης Ελλάδας από προδότες στρατιωτικούς που εξυπηρετούσαν ξένα συμφέροντα! Τα
τραγούδια του Μίκη, που κρυφά ακούγαμε στις γκαρσονιέρες των φοιτητών, τώρα ακούγονται φανερά, δημόσια! Όχι δεν ήταν όλα συνειδητά, πολλά ήταν συμπτωματικά! Η παρουσία του κόσμου έξω από
το Παράρτημα ήταν μικρή, είχαμε χούντα υπήρχε φόβος!
Ο χρόνος κυλά και ενώ προσπαθώ να “ρουφήξω” το όλο σκηνικό, αν είναι δυνατόν την κάθε λεπτομέρεια, διακρίνω μέσα στο αραιό πλήθος δυο φίλους συμμαθητές στα γυμνάσια του σημερινού συγκροτήματος
Τεμπονέρα, το Βασίλη και το Χρήστο.
Οι τρεις μας, μαζί με τρεις μαθήτριες από το Αρσάκειο, στήνουμε “πηγαδάκι” επί της Κορίνθου με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουμε οπτική επαφή με τους φοιτητές στα μπαλκόνια.
Ο χρόνος δεν υπάρχει, είμαστε όλοι συνεπαρμένοι απ΄αυτό που ζούμε.
Συζητάμε, ανταλλάσσουμε πληροφορίες, κρίνουμε την παρουσία των Πατρινών και ξαφνικά ο Βασίλης βάζει το ερώτημα κλειδί: «θέλετε να φωνάξουμε ένα σύνθημα;» Ποτέ μέχρι εκείνο το Νοέμβρη του 1973 δεν είχα φωνάξει σύνθημα. Ποιό σύνθημα να πούμε, άρχισαν οι αναμεταξύ μας ερωτήσεις. Με ποιό τρόπο θα το φωνάξουμε; Τι θα πει ο κόσμος; Και αν μας πιάσουν οι αστυνομικοί; Ο Βασίλης, πιο αποφασιστικός, απαντά «το σύνθημα που θα φωνάξουμε θα είναι: Είμαστε μαζί σας!».
Ήμουν εκεί ανάμεσα στους έξι μαθητές που φώναξαν το πρώτο σύνθημα συμπαράστασης στους εξεγερμένους Φοιτητές. « Ε Ι Μ Α Σ Τ Ε Μ Α Ζ Ι Σ Α Σ»: Ναι ακούστηκε δυνατά, καθαρά, αληθινά! Το επαναλάβαμε αρκετές φορές!
Οι φοιτητές τα χάνουν ήρθε κάτι μοναδικό από εκεί που δεν το περίμεναν. Μπροστά στη μάντρα του Παραρτήματος πάνω σε μαδέρια είναι ανεβασμένοι Φοιτητές και απαντουν με τα δικά τους συνθήματα.
ένα κοκκινομάλλης φωνάζει στους συμφοιτητές του: «Κοιτάτε-κοιτάτε τους πιτσιρικάδες πως εξηγούνται!».
Ο χρόνος συνεχίζει να είναι σταματημένος. Κάτω από τις στοές είναι σκορπισμένοι συμμαθητές από τη Σχολή, απομακρύνομαι από το “πηγαδάκι” και αρχίζω να τους συγκεντρώνω και να, από το τίποτα
στήνεται μια “κλάκα” είκοσι περίπου μαθητών. Τώρα πλέον φωνάζουμε τα ίδια συνθήματα που φωνάζουν και οι Φοιτητές. Κάποια στιγμή, ενώ έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στην περιοχή,
αντιλαμβάνομαι δύο να παρκάρουν σιγά-σιγά επί της Κορίνθου, ανοίγουν οι πόρτες και αυτοί που κατέβηκαν σου έδιναν να καταλάβεις πως ήταν αστυνομικοί.
«Τι γίνεται ρε φίλε εδώ;» ήταν το ρητορικό ερώτημα του ενός αστυνομικού σε μένα. Τι να πω τα χρειάστηκα. «Εδώ τα παιδιά φωνάζουν», του απαντώ και αποχωρώντας “διακριτικά” στρίβω από
Κολοκοτρώνη προς Κανακάρη.
Και τώρα; Πως ξαναγυρίζω στο “πανηγύρι” της Ελευθερίας; Πως ανατρέπω την “ήττα” μου με μια άλλη ανώτερη ενέργεια; Κρύβομαι στη διπλανή πολυκατοικία που τότε ήταν εξαώροφο γιαπί και μέσα στο σκοτάδι, ψηλαφητά, βρίσκω τον κατάλληλο όροφο, πηδάω από το μπαλκόνι στη μάντρα του Παραρτήματος και μπαίνω.
Ναι! μπαίνω μέσα στην κατάληψη, μέσα στην εξέγερση! Τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνη τη νύχτα…
Ο χρόνος άρχισε να ξανατρέχει, η ώρα είχε περάσει αρκετά, στο σπίτι μου σίγουρα υπήρχε ανησυχία, έπρεπε να μαζευτώ, άλλωστε σε λίγο στις πέντε και μισή , θα έφευγα με το Datsun, πάνω στην καρότσα, για το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ανδραβίδας.
Νοέμβρης 2023